πυγμαχώ

πυγμαχώ
(ε) αμετ.
1) боксировать; 2) вступать в куличный бой; вести кулачный бой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πυγμαχώ" в других словарях:

  • πυγμαχώ — πυγμαχῶ, έω, ΝΜΑ [πυγμάχος] αγωνίζομαι ως πυγμάχος, μετέχω σε αγώνα πυγμαχίας …   Dictionary of Greek

  • πυγμαχώ — πυγμαχώ, πυγμάχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πυγμαχώ — πυγμάχησα 1. παλεύω με γροθιές. 2. μετέχω σε αγώνα πυγμαχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπυκτεύω — (Α, Μ καταπυκτεύομαι) καταβάλλω σε πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκτ εύω «πυγμαχώ» (< πύκ της «πυγμάχος»)] …   Dictionary of Greek

  • πυκτεύω — και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [πύκτης] 1. μάχομαι ή αγωνίζομαι με κάποιον με την πυγμή, πυγμαχώ («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἄν συμβάλωσι», Ξεν.) 2. είμαι πυγμάχος («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», Πλάτ.) 3. χτυπώ κάποιον με την πυγμή («τίς εἰς σὸν… …   Dictionary of Greek

  • πυκτομαχώ — έω, Α πυγμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύκτης + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • συμπυκτεύω — Α πυγμαχώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυκτεύω (< πύκτης «πυγμάχος»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»